μεταγαγεῖν

μεταγαγεῖν
μετάγω
convey from one place to another
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθήκω — (Α) 1. έρχομαι σε αναζήτηση κάποιου, ακολουθώ, καταδιώκω 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθήκειν τὸ μεταγαγεῑν ἢ μετελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἥκω] …   Dictionary of Greek

  • μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”